ψιττάκη

ψιττάκη
και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α
ψιττακός, παπαγάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή τού πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το αρχ. ινδ. šuka- «παπαγάλος» δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψιττάκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ψιττακός parrot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιττακῶν — ψιττάκη fem gen pl ψιττακός parrot fem gen pl ψιττακός parrot masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτάκη — ἡ, Α βλ. ψιττάκη …   Dictionary of Greek

  • σιττάκη — ἡ, Α βλ. ψιττάκη …   Dictionary of Greek

  • ψιττακός — Πτηνό της οικογένειας των ψιττακιδών. Bλ. λ. παπαγάλοι. * * * ο, ΝΜΑ, και σιττακός Α ο παπαγάλος νεοελλ. ζωολ. γένος παπαγάλων τής κεντρικής και δυτικής Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψιττάκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”